κρεμαστάριον

κρεμαστάριον
κρεμαστάριον
chandelier
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρεμαστάρι — το (Α κρεμαστάριον) νεοελλ. 1. κρεμασμένο πράγμα 2. καρπός που κρεμιέται απ το ταβάνι για να διατηρηθεί 3. εξάρτημα από το οποίο κρεμιέται ένα αντικείμενο (α. «έπεσε ο πίνακας γιατί ξεκόλλησε το κρεμαστάρι του» β. μπορείς να κρεμάσεις την πετσέτα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”